Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατὰ κέλευσιν θεοῦ

См. также в других словарях:

  • κέλευση — η (ΑΜ κέλευσις) [κελεύω] 1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», επιγρ.) 2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό τού κελεύοντος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»